- μανταρίζω
- μαντάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαντάρω, κατά τα ρήματα σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντάρω — και μανταρίζω (λ. ιταλ.), μάνταρα και μαντάρισα, μανταρίστηκα, μανταρισμένος, επιδιορθώνω με κλωστή φθαρμένο ρούχο, καρικώνω: Η μητέρα μάνταρε το σκισμένο παντελόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)